υδραυλωτός

υδραυλωτός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υδραυλωτός λέβητας»
τεχνολ. λέβητας με αυλούς στον οποίο θερμά αέρια κυκλοφορούν και περιβάλλουν τους αυλούς μέσα στους οποίους ρέει το προς θέρμανση νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -αυλωτός (< αυλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”